- ἐνθουσιάσεων
- ἐνθουσιάσεω̆ν , ἐνθουσίασιςto be inspiredfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθουσίασις — ἐνθουσίασις, η (Α) [ενθουσιάζω] η κατάσταση τού ενθουσιασμού («αὕτη πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων ἀρίστη», Πλάτ.) … Dictionary of Greek